Home > Term: δίγλωσσος
δίγλωσσος
Αυτός που χρησιμοποιεί για τις επικοινωνιακές του ανάγκες δύο γλώσσες.
- Jenis Kata: noun
- Industri / Domain: Pendidikan
- Kategori: Pengajaran
- Company: Teachnology
0
Penulis
- MaryK
- 100% positive feedback
(Greece)