Home > Term: βρώμιο
βρώμιο
Ένα στοιχειώδη υγρό ένα σκούρο χρώμα και μια δυσάρεστη μυρωδιά, που προέρχονται από Ήταυρος, ένα υγρό που παραμένει μετά από το χωρισμό του αλατιού.
- Jenis Kata: noun
- Industri / Domain: Bahasa
- Kategori: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Penulis
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)