Home > Term: διόραση
διόραση
Η δύναμη που αποδίδεται σε ορισμένα πρόσωπα σε κατάσταση υπνωτιστικός βλέποντας και που περιγράφει τα γεγονότα σε απόσταση ή διαφορετικά αόρατο.
- Jenis Kata: noun
- Industri / Domain: Bahasa
- Kategori: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Penulis
- Khrysaor
- 100% positive feedback